- ῥητορικήν
- ῥητορικόςoratoricalfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣтииство — ВѢТИИСТВ|О (1*), А с. Красноречие: Кто вѣтииствомь такъ еже огне(м) дышеть. аще и не бѩше нравъ ѥго акы вѣтиискъ. (ῥητορικήν) ГБ XIV, 152в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
RHAMNUS — I. RHAMNUS oppid. fuit et portus Cretae in ora occidua, inter Phalasarnen, et Chersonesum, Ptol. II. RHAMNUS spinosa arbor, inter ἀείφυλλα Theophrasto, e qua sepes vivae fiebant, quibusdam videtur esse Alba Spina, quâ nulla hodie sepibus… … Hofmann J. Lexicon universale
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
παραφυής — ές, ΜΑ [παραφύω] μσν. (για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
φιλίσκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Μέσης Κωμωδίας. Το όνομά του βρίσκεται στους καταλόγους των νικητών των Ληναίων γύρω στα 377 π.Χ. Είναι γνωστοί οι τίτλοι των έργων του Διός γοναί, Φιλάργυροι, Θεμιστοκλής κ.ά. 2. Φ. ο Μιλήσιος. Μαθητής… … Dictionary of Greek
Θεοδέκτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος, ρήτορας και ποιητής (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ισοκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Διαγωνίστηκε 13 φορές και βραβεύτηκε με 8 στεφάνους. Η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, Αρτεμισία, τον κάλεσε να… … Dictionary of Greek